3,277,020
edits
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάτριος]], -ία, -ον (Α) [[λάτρις]]<br />αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε [[υπηρεσία]], σε [[δουλεία]] («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», <b>Πίνδ.</b>). | |mltxt=[[λάτριος]], -ία, -ον (Α) [[λάτρις]]<br />αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε [[υπηρεσία]], σε [[δουλεία]] («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λάτριος:''' -α, -ον, αυτός που αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε προσφερόμενη [[υπηρεσία]], σε Πίνδ.· <i>παραδιδόναι τινὰ λάτριον</i>, [[παραδίδω]] κάποιον σε [[δουλεία]], στον ίδ. | |||
}} | }} |