ἐρείπιον: Difference between revisions

4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />débris, ruine ; <i>d’ord. au pl.</i> τὰ ἐρείπια ruines d’un mur, d’une maison, <i>etc.</i>, lambeaux d’un vêtement : νεκρῶν ἐρείπια SOPH débris d’animaux morts.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρείπω]].
|btext=ου (τό) :<br />débris, ruine ; <i>d’ord. au pl.</i> τὰ ἐρείπια ruines d’un mur, d’une maison, <i>etc.</i>, lambeaux d’un vêtement : νεκρῶν ἐρείπια SOPH débris d’animaux morts.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρείπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρείπιον:''' τό ([[ἐρείπω]]), [[συντρίμμι]], [[απομεινάρι]] [[μετά]] από [[καταστροφή]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ναυτικὰ ἐρ</i>., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, <i>οἰκημάτων ἐρ</i>., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐρ. πέπλων</i>, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[κουρέλι]], σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐρείπω]].
}}
}}