Anonymous

ἐρείπιον: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρείπιον:''' τό ([[ἐρείπω]]), [[συντρίμμι]], [[απομεινάρι]] [[μετά]] από [[καταστροφή]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ναυτικὰ ἐρ</i>., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, <i>οἰκημάτων ἐρ</i>., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐρ. πέπλων</i>, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[κουρέλι]], σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐρείπω]].
|lsmtext='''ἐρείπιον:''' τό ([[ἐρείπω]]), [[συντρίμμι]], [[απομεινάρι]] [[μετά]] από [[καταστροφή]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ναυτικὰ ἐρ</i>., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, <i>οἰκημάτων ἐρ</i>., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐρ. πέπλων</i>, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[κουρέλι]], σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐρείπω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρείπιον]], ου, τό, [[ἐρείπω]]<br />a [[fallen]] [[ruin]], [[wreck]], [[mostly]] in pl., ναυτικὰ ἐρ. pieces of [[wreck]], Aesch., Eur.; also, οἰκημάτων ἐρ. ruins of houses, Hdt.; ἐρ. πέπλων fragments, Eur.; cf. [[ἐρείπω]].
}}
}}