καταγελάω: Difference between revisions

5
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=καταγέλω: [[imperfect]] 3rd [[person]] plural κατεγέλων; to [[deride]] (A. V. [[laugh]] to [[scorn]]): τίνος, anyone (cf. Buttmann, § 132,15), [[Aeschylus]] and) [[Herodotus]] [[down]]; the Sept..)  
|txtha=καταγέλω: [[imperfect]] 3rd [[person]] plural κατεγέλων; to [[deride]] (A. V. [[laugh]] to [[scorn]]): τίνος, anyone (cf. Buttmann, § 132,15), [[Aeschylus]] and) [[Herodotus]] [[down]]; the Sept..)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταγελάω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ., παρακ. <i>-γεγέλασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χλευάζω]], [[περιγελώ]] ή [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., [[γελώ]] περιπαικτικά, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[χλευάζω]], [[περιγελώ]], σε Ευρ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[περίγελως]], [[αντικείμενο]] χλευασμού, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}