καταγελάω

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελάω Medium diacritics: καταγελάω Low diacritics: καταγελάω Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΩ
Transliteration A: katageláō Transliteration B: katagelaō Transliteration C: katagelao Beta Code: katagela/w

English (LSJ)

A fut. καταγελάσομαι Lys.3.9, late καταγελάσω Hsch. s.v. κατακριδεύσει:—Pass., fut. καταγελασθήσομαι Epict.Ench.22: pf. καταγεγέλασμαι Luc.DMort.1.1: plpf. κατεγεγέλαστο Id.Icar.19:—laugh, jeer at, c. gen., Hdt.5.68, Ar.Ach.1081, And.4.29, Pl.Grg. 482d: also c. dat., Hdt.3.37, 4.79, al.: abs., laugh scornfully, mock, E.IA372 (troch.), Ar. Eq.161, X.An.1.9.13, Pl.Prt. 319c, D.21.151; ἅπαντες καταγελῶσιν, ὅταν τις… Epicur.Nat.28.9; ἐπί τινι Them.Or.22.272b.
2 c. acc., laugh down, deride, E.Ba.286, LXX Si.7.11:—Pass., to be derided, ὑπό τινος A.Ag.1271, Ar.Ach.680; καταγελάμενος (Dor.pres. part. Pass.) ὑπὸ τῶν ἄλλων IG4.951.123 (Epid.); τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Th.3.83; τὸ καταγελᾶσθαι γὰρ πολὺ αἴσχιόν ἐστι Men.Epit.Fr.7, cf. Pl.Euthphr.3c, al.

German (Pape)

[Seite 1341] (s. γελάω), fut. καταγελάσομαι, act. nur Hesych., verlachen, verspotten, gew. τινός, Ar. Ach. 1080; κατεγέλασε τῶν Σικυωνίων Her. 5, 68; Plat. Gorg. 482 d u. öfter, wie Folgde; auch absol., sich ins Fäustchen lachen, Eur. I. T. 372 Ar. Equ. 161 Plat. Prot. 323 b Xen. An. 1, 9, 13; vgl. Buttm. zu Dem. Mid. p. 84, wo es übh. = lachen ist; auch τινί, Her. 3, 37. 155; ἐπί τινι, Themist.; c. accus., Eur. Bacch. 286; LXX.; pass., καταγελωμένην μέγα φίλων ὕπο Aesch. Ag. 1244, wie Ar. Ach. 680; τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Thuc. 3, 83; vgl. Plat. Rep. I, 330 d; καταγεγέλασται Luc. D. Mort. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

καταγελῶ :
f. καταγελάσομαι, Pass. ao. κατεγελάσθην, pf. καταγεγέλασμαι;
rire de, se moquer de, gén. ou dat..
Étymologie: κατά, γελάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-γελάω uitlachen, bespotten, met gen.:; καταγελᾷς ἤδη σύ μου; ben je me nu al belachelijk aan het maken? Aristoph. Ach. 1081; met dat.:; πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε hij dreef uitvoerig de spot met het beeld Hdt. 3.37.2; abs. honend lachen.

Russian (Dvoretsky)

καταγελάω: (fut. καταγελάσομαι; pass.: aor. κατεγελάσθην, pf. καταγεγέλασμαι) осмеивать, насмехаться (τινος Her., Arph., Plat., Arst., NT, реже τινι Her., редко τινα Eur.): οὐ κ. ἐᾶν τινα Xen. не позволить кому-л. издеваться, т. е. торжествовать; τὸ εὔηθες, καταγελασθέν, ἠφανίσθη Thuc. душевная простота, став предметом насмешек, исчезла; τὸ καταγελασθῆναι ἴσως οὐδὲν πρᾶγμα Plat. быть предметом насмешек - это, пожалуй, пустяки.

English (Strong)

to laugh down, i.e. deride: laugh to scorn.

English (Thayer)

καταγέλω: imperfect 3rd person plural κατεγέλων; to deride (A. V. laugh to scorn): τίνος, anyone (cf. Buttmann, § 132,15), Aeschylus and) Herodotus down; the Sept..)

Greek Monotonic

καταγελάω: μέλ. -άσομαι — Παθ., παρακ. -γεγέλασμαι·
1. χλευάζω, περιγελώ ή εμπαίζω, περιπαίζω, με γεν., σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., γελώ περιπαικτικά, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. με αιτ., χλευάζω, περιγελώ, σε Ευρ. — Παθ., γίνομαι περίγελως, αντικείμενο χλευασμού, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.

Greek Monolingual

(AM καταγελῶ, καταγελάω)
γελώ περιφρονητικά σε βάρος κάποιου («καταγελᾷς ἤδη σύ μου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
γελώ δυνατά.

Greek (Liddell-Scott)

καταγελάω: μέλλ. -άσομαι: παθ. πρκμ. -γεγέλασμαι:-ὡς καὶ νῦν, περιγελῶ, ἐμπαίζω, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 5. 68, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1081, Ἀνδοκ. 33. 6, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., π.χ. 3. 37, 38, 155., 4. 79, πρβλ. Schweigh. εἰς 7. 9, καὶ ἴδε καταείδω: -ἀπολ., γελῶ ἐμπαικτικῶς, περιγελῶ, Εὐρ. Ι. Α. 372, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13, Δημ. 563. 28 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), ἔνθα ἴδε Βουττμ. 2) μετ’αἰτ., σκώπτω, χλευάζω τινά, Εὐρ. Βάκχ. 286, Ἑβδ. (Σειράχ. 7. 11):-Παθ., καταγελωμένην μέγα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1271, Ἀριστοφ. Ἀχ. 680· τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83· τὸ καταγελᾶσθαι μὲν πολὺ αἴσχιστόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 3· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

fut. άσομαι Pass., perf. -γεγέλασμαι
1. to laugh at, jeer or mock at, c. gen., Hdt., Ar., etc.; also c. dat., Hdt.:—absol. to laugh scornfully, Eur., Ar., etc.
2. c. acc. to laugh down, deride, Eur.: —Pass. to be derided, Aesch., Ar., etc.

Chinese

原文音譯:katagel£w 卡他-給拉哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向下-笑
字義溯源:嘲笑,嘲弄,笑,訕笑,嗤笑;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(γελάω)*=笑)組成
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 他們⋯嗤笑(2) 太9:24; 可5:40;
2) 嗤笑(1) 路8:53

Lexicon Thucydideum

derideri, to be mocked, be ridiculed, 3.83.1.

Translations

deride

Bulgarian: осмивам, осмея; Chinese Mandarin: 嘲笑, 揶揄; Dutch: ridiculiseren, belachelijk maken, bespotten; Esperanto: moki; Finnish: pilkata, ivata; French: bafouer, railler; German: verhöhnen, verlachen, verspotten, lustig machen über, lächerlich machen; Gothic: 𐌱𐌹𐌼𐌰𐌼𐍀𐌾𐌰𐌽; Greek: λοιδωρώ, περιγελάω; Ancient Greek: γελάω, καταγελάω, περιγελάω; Ingrian: pilkata; Interlingua: derider; Italian: deridere; Japanese: 嘲る, 嘲笑う, 嘲笑する; Latin: derideo; Maori: tānoa, tānoanoa, tāwai, whakatakē, whakarōriki, whakatoihara; Norwegian: spotte; Old English: āhliehhan; Ottoman Turkish: گولمك; Persian: به استهزا گرفتن; Polish: wyśmiewać; Portuguese: ridicularizar, escarnecer; Russian: высмеивать, высмеять, насмехаться; Sanskrit: पीयति; Spanish: ridiculizar a, burlarse de; Swedish: håna, förlöjliga, skratta åt; Tagalog: alipusta; Telugu: గేలిచేయు, ఎగతాళిచేయు; Thai: เยาะเย้ย, เย้ยหยัน; Vietnamese: chế nhạo, chế giểu