ἄπληκτος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπληκτος]], -ον) [[πλήττω]]<br />αυτός που δεν έχει πληγωθεί ή κτυπηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άλογα) αυτός που δεν χρειάζεται [[μαστίγωμα]] ή κέντρισμα<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[αβλαβής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπληκτος]], -ον) [[πλήττω]]<br />αυτός που δεν έχει πληγωθεί ή κτυπηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άλογα) αυτός που δεν χρειάζεται [[μαστίγωμα]] ή κέντρισμα<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[αβλαβής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που δεν έχει δεχθεί χτυπήματα, λέγεται για [[άλογο]] που δεν έχει [[ανάγκη]] από [[μαστίγιο]] ή [[σπιρούνι]], σε Πλάτ.· αυτός που δεν έχει τρυαματιστεί ή πληγωθεί, σε Ευρ.
}}
}}