Anonymous

ἄπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που δεν έχει δεχθεί χτυπήματα, λέγεται για [[άλογο]] που δεν έχει [[ανάγκη]] από [[μαστίγιο]] ή [[σπιρούνι]], σε Πλάτ.· αυτός που δεν έχει τρυαματιστεί ή πληγωθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που δεν έχει δεχθεί χτυπήματα, λέγεται για [[άλογο]] που δεν έχει [[ανάγκη]] από [[μαστίγιο]] ή [[σπιρούνι]], σε Πλάτ.· αυτός που δεν έχει τρυαματιστεί ή πληγωθεί, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπληκτος:''' <b class="num">1)</b> нетронутый, невредимый (φροῦδοι ἄπληκτοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> неприкосновенный, неуязвимый (ἀπαθὴς καὶ ἄ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> не нуждающийся в побоях ([[ἵππος]] Plat.).
}}
}}