πωλικός: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πῶλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> (στην [[ποίηση]]) [[παρθενικός]], [[κοριτσίστικος]] ή [[αγορίστικος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πωλικὴ [[ἀπήνη]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους ή, γενικά, άλογα<br />β) «πωλικὰ διώγματα» — [[καταδίωξη]] με [[άρμα]] που σύρεται από πώλους<br />γ) «πωλικὸν [[τέθριππον]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους, σε [[αντιδιαστολή]] με το <i>τέλεον [[τέθριππον]] που [[είναι]] το [[άρμα]] που σύρεται από ώριμα άλογα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο πωλικό.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πῶλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> (στην [[ποίηση]]) [[παρθενικός]], [[κοριτσίστικος]] ή [[αγορίστικος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πωλικὴ [[ἀπήνη]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους ή, γενικά, άλογα<br />β) «πωλικὰ διώγματα» — [[καταδίωξη]] με [[άρμα]] που σύρεται από πώλους<br />γ) «πωλικὸν [[τέθριππον]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους, σε [[αντιδιαστολή]] με το <i>τέλεον [[τέθριππον]] που [[είναι]] το [[άρμα]] που σύρεται από ώριμα άλογα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο πωλικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πωλικός:''' -ή, -όν ([[πῶλος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, [[ἀπήνη]] πωλική, τετράτροχη [[άμαξα]] που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· <i>πωλικὰ διώγματα</i>, [[καταδίωξη]] με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] νεαρό ζώο, <i>πωλικά ἑδώλια</i>, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.
}}
}}