Anonymous

πωλικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωλικός:''' -ή, -όν ([[πῶλος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, [[ἀπήνη]] πωλική, τετράτροχη [[άμαξα]] που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· <i>πωλικὰ διώγματα</i>, [[καταδίωξη]] με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] νεαρό ζώο, <i>πωλικά ἑδώλια</i>, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πωλικός:''' -ή, -όν ([[πῶλος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, [[ἀπήνη]] πωλική, τετράτροχη [[άμαξα]] που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· <i>πωλικὰ διώγματα</i>, [[καταδίωξη]] με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] νεαρό ζώο, <i>πωλικά ἑδώλια</i>, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλικός:''' <b class="num">1)</b> влекомый молодыми конями, конный ([[ἀπήνη]] Soph.; ἄντυγες Eur.): πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня;<br /><b class="num">2)</b> девичий (πωλικὰ ἑδώλια Aesch.).
}}
}}