3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πωλικός:''' -ή, -όν ([[πῶλος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, [[ἀπήνη]] πωλική, τετράτροχη [[άμαξα]] που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· <i>πωλικὰ διώγματα</i>, [[καταδίωξη]] με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] νεαρό ζώο, <i>πωλικά ἑδώλια</i>, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πωλικός:''' -ή, -όν ([[πῶλος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, [[ἀπήνη]] πωλική, τετράτροχη [[άμαξα]] που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· <i>πωλικὰ διώγματα</i>, [[καταδίωξη]] με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] νεαρό ζώο, <i>πωλικά ἑδώλια</i>, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πωλικός:''' <b class="num">1)</b> влекомый молодыми конями, конный ([[ἀπήνη]] Soph.; ἄντυγες Eur.): πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня;<br /><b class="num">2)</b> девичий (πωλικὰ ἑδώλια Aesch.). | |||
}} | }} |