ἄστρεπτος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άστρεφτος, -η, -ο (AM [[ἄστρεπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[αλύγιστος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει γυρισμό, που δεν έχει δρόμο επιστροφής («[[ἄστρεπτος]] [[Ἅιδης]]», Λυκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προχωρεί [[χωρίς]] να κοιτάξει [[πίσω]] του.
|mltxt=και άστρεφτος, -η, -ο (AM [[ἄστρεπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[αλύγιστος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει γυρισμό, που δεν έχει δρόμο επιστροφής («[[ἄστρεπτος]] [[Ἅιδης]]», Λυκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προχωρεί [[χωρίς]] να κοιτάξει [[πίσω]] του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄστρεπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> = [[ἄστροφος]], σε Θεόκρ.· επίρρ. <i>-τεί</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], στον ίδ.
}}
}}