ἄστρεπτος
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ἄστρεπτον,
A without turning the back, Theoc.24.96. Adv. ἀστρεπτεί AP7.436 (Hegem.).
2 unbending, rigid, δόγμα ib.103 (Antag.), cf. 6.71 (Paul. Sil.); τὸ θεῖον Max.Tyr.11.3.
II whence none return, Ἅιδης Lyc.813.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. ép. ἀστρέπτοιο Triph.116]
1 que no se vuelve ἂψ δὲ νεέσθω ἄ. y que regrese otra vez sin volverse e.d. sin mirar atrás Theoc.24.96
•fijo, inmóvil ὄμμα Triph.l.c.
2 fig. que no se puede torcer, inflexible, rígido del Hades, Lyc.813, δόγμα Antag.2.6, τὸ θεῖον Max.Tyr.5.3
•inconmovible de una mujer AP 6.71.10 (Paul.Sil.).
3 sin retorno οἶμος Synes.Hymn.3.45
•sin escapatoria διωγμός Tz.H.6.533.
German (Pape)
[Seite 377] 1) nicht zu biegen, hart; von Holz, das sich nicht wirst, Theophr. – 2) von dem man nicht zurückkehrt, Ἅιδης Lycophr. 813. – Adv. ἀστρεπτεί, Sp. – 3) ohne umzukehren, sich umzusehen, νέεσθαι Theocr. 24, 94.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se retourne pas;
2 qui ne se détourne pas, fixe, immobile ; en mauv. part rigide, inflexible.
Étymologie: ἀ, στρέφω.
Greek Monolingual
και άστρεφτος, -η, -ο (AM ἄστρεπτος, -ον)
1. ο αλύγιστος, ο σταθερός
2. εκείνος που δεν έχει γυρισμό, που δεν έχει δρόμο επιστροφής («ἄστρεπτος Ἅιδης», Λυκ.)
αρχ.
αυτός που προχωρεί χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Greek Monotonic
ἄστρεπτος: -ον, 1. = ἄστροφος, σε Θεόκρ.· επίρρ. -τεί, σε Ανθ.
2. άκαμπτος, αλύγιστος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστρεπτος:
1 не озирающийся, без оглядки (ἂψ νέεσθαι ἄ. Theocr.);
2 непреклонный (θηλυτέρα Anth.); непоколебимый, незыблемый (δόγματα Anth.).
Middle Liddell
ἄστροφος
1. = ἄστροφος Theocr.:—adv. -τεί, Anth.
2. unbending, inflexible, Anth.