συσχηματίζω: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σχηματίζω]]<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]], διαπλάθω [[κάτι]] σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσχηματίζομαι</i><br />α) συμμορφώνομαι [[προς]] κάποιον, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] του<br />β) (για αστερισμούς) βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[θέση]]<br />γ) [[κάνω]] χειρονομίες («συνεσχηματίζοντο τοῑς σώμασιν», Διον. Αλεξ.).
|mltxt=Α [[σχηματίζω]]<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]], διαπλάθω [[κάτι]] σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσχηματίζομαι</i><br />α) συμμορφώνομαι [[προς]] κάποιον, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] του<br />β) (για αστερισμούς) βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[θέση]]<br />γ) [[κάνω]] χειρονομίες («συνεσχηματίζοντο τοῑς σώμασιν», Διον. Αλεξ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συσχημᾰτίζω:''' [[σχηματίζω]] [[κάτι]] σύμφωνα με κάποιο [[άλλο]], συνδιαμορφώνω, [[συμμορφώνω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}