3,276,901
edits
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πολλοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελεί το ελάχιστο [[μέρος]] ενός όλου («[[κίνησις]]... [[δευτέρα]] τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελευταίος]] από ή σε μια [[σειρά]] («σού το [[επαναλαμβάνω]] για πολλοστή [[φορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένας]] από τους πολλούς («[[πολλοστός]] ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξη», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (με την [[πρόθεση]] <i>από</i>) ο πολύ απομακρυσμένος, [[απώτατος]] («[[πολλοστὸς]] ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς μονάδος», Πρόκλ.)<br /><b>3.</b> [[πολύς]] [[σπουδαίος]] («ἀνὴρ αὐτὸς [[πολλοστός]] ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ», ΠΔ)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] μέρη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ πολλοστὰ σκληρότητι» — τα [[πάρα]] πολύ σκληρά (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «πολλοστὸν [[μέρος]]» ή «πολλοστὸν [[μόριον]]» — [[κλάσμα]] που έχει αριθμητή τη [[μονάδα]] και παρονομαστή μεγαλύτερο αριθμό<br />γ) «πολλοστῷ ἔτει» ή «πολλοστῷ χρόνῳ» — [[μετά]] από [[παρέλευση]] πολλών ετών<br />δ) «τὸ πολλοστὸν [[λέγω]]» — [[μεταχειρίζομαι]] διαδοχικά [[πολλά]] ονόματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολλοστῶς</i> Α<br />[[κατά]] πολύ μικρότερο βαθμό ή σε πολύ κατώτερη [[σειρά]] («[[πρώτως]] μὲν θεοί, [[δευτέρως]] δὲ ἢ καὶ πολλοστῶς ἄνθρωποι μεταλαμβάνουσιν», Ερμεί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολλο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στός</i> τών τακτικών αριθμητικών (<b>πρβλ.</b> <i>εικο</i>-<i>στός</i>, <i>ποσο</i>-<i>στός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πολλοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελεί το ελάχιστο [[μέρος]] ενός όλου («[[κίνησις]]... [[δευτέρα]] τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελευταίος]] από ή σε μια [[σειρά]] («σού το [[επαναλαμβάνω]] για πολλοστή [[φορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένας]] από τους πολλούς («[[πολλοστός]] ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξη», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (με την [[πρόθεση]] <i>από</i>) ο πολύ απομακρυσμένος, [[απώτατος]] («[[πολλοστὸς]] ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς μονάδος», Πρόκλ.)<br /><b>3.</b> [[πολύς]] [[σπουδαίος]] («ἀνὴρ αὐτὸς [[πολλοστός]] ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ», ΠΔ)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] μέρη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ πολλοστὰ σκληρότητι» — τα [[πάρα]] πολύ σκληρά (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «πολλοστὸν [[μέρος]]» ή «πολλοστὸν [[μόριον]]» — [[κλάσμα]] που έχει αριθμητή τη [[μονάδα]] και παρονομαστή μεγαλύτερο αριθμό<br />γ) «πολλοστῷ ἔτει» ή «πολλοστῷ χρόνῳ» — [[μετά]] από [[παρέλευση]] πολλών ετών<br />δ) «τὸ πολλοστὸν [[λέγω]]» — [[μεταχειρίζομαι]] διαδοχικά [[πολλά]] ονόματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολλοστῶς</i> Α<br />[[κατά]] πολύ μικρότερο βαθμό ή σε πολύ κατώτερη [[σειρά]] («[[πρώτως]] μὲν θεοί, [[δευτέρως]] δὲ ἢ καὶ πολλοστῶς ἄνθρωποι μεταλαμβάνουσιν», Ερμεί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολλο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στός</i> τών τακτικών αριθμητικών (<b>πρβλ.</b> <i>εικο</i>-<i>στός</i>, <i>ποσο</i>-<i>στός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολλοστός:''' -ή, -όν ([[πολλός]], [[πολύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ένας]] από τους πολλούς, Λατ. [[unus]] e multis, δηλ. ο [[μικρότερος]], [[ελάχιστος]], σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., [[δευτέρως]] καὶ [[πολλοστῶς]], σε [[πολύ]] μικρό βαθμό, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>πολλοστῷ χρόνῳ</i>, [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Αριστοφ., Δημ. | |||
}} | }} |