Anonymous

πολλοστός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολλοστός:''' -ή, -όν ([[πολλός]], [[πολύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ένας]] από τους πολλούς, Λατ. [[unus]] e multis, δηλ. ο [[μικρότερος]], [[ελάχιστος]], σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., [[δευτέρως]] καὶ [[πολλοστῶς]], σε [[πολύ]] μικρό βαθμό, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>πολλοστῷ χρόνῳ</i>, [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Αριστοφ., Δημ.
|lsmtext='''πολλοστός:''' -ή, -όν ([[πολλός]], [[πολύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ένας]] από τους πολλούς, Λατ. [[unus]] e multis, δηλ. ο [[μικρότερος]], [[ελάχιστος]], σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., [[δευτέρως]] καὶ [[πολλοστῶς]], σε [[πολύ]] μικρό βαθμό, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>πολλοστῷ χρόνῳ</i>, [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Αριστοφ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολλοστός:''' <b class="num">1)</b> составляющий весьма малую долю, малейший, мельчайший ([[μόριον]] Thuc.; [[μέρος]] Xen.): τὰ πολλοστὰ σκληρότητι Plat. наименее твердые (тела);<br /><b class="num">2)</b> один из многих, т. е. рядовой, обыкновенный: π. ὢν τῶν Συρακοσίων Isocr. простой сиракузец;<br /><b class="num">3)</b> продолжительный, долгий: πολλοστῷ χρόνῳ Arph., Dem., Men. спустя долгое время.
}}
}}