οἰακίζω: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[οἰακίζω]], ιων. τ. [[οἰηκίζω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]], [[χειρίζομαι]] τον οίακα του πλοίου, [[πηδαλιουχώ]] («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] [[κατεύθυνση]], [[κυβερνώ]], [[καθοδηγώ]] (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]], [[κινώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>οἰακίζομαι</i><br />(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ [[ῥαβδίον]] οἰακίζεσθαι» <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]]-, -<i>ᾱκος</i> / [[οἴηξ]], -<i>ηκος</i>].
|mltxt=(Α [[οἰακίζω]], ιων. τ. [[οἰηκίζω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]], [[χειρίζομαι]] τον οίακα του πλοίου, [[πηδαλιουχώ]] («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] [[κατεύθυνση]], [[κυβερνώ]], [[καθοδηγώ]] (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]], [[κινώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>οἰακίζομαι</i><br />(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ [[ῥαβδίον]] οἰακίζεσθαι» <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]]-, -<i>ᾱκος</i> / [[οἴηξ]], -<i>ηκος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰᾱκίζω:''' Ιων. οἰηκ-, μέλ. <i>-σω</i> ([[οἴαξ]]), [[κυβερνώ]], και [[συνεπώς]] [[καθοδηγώ]], [[διευθύνω]], σε Ηρόδ., Αριστ.
}}
}}