3,276,901
edits
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεύθυνος]], -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φέρει [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, [[ακαταλόγιστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει την [[ευθύνη]] των πράξεων του, ο [[χωρίς]] [[αίσθημα]] ευθύνης<br />νεοελλ.) <b>(ποιν.)</b> <i>το ανευθυνον</i><br />το ακαταλόγιστο<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[ένοχος]], ο [[αθώος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεύθυνος]], -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φέρει [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, [[ακαταλόγιστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει την [[ευθύνη]] των πράξεων του, ο [[χωρίς]] [[αίσθημα]] ευθύνης<br />νεοελλ.) <b>(ποιν.)</b> <i>το ανευθυνον</i><br />το ακαταλόγιστο<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[ένοχος]], ο [[αθώος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ. | |||
}} | }} |