ἀνεύθυνος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεύθυνος]], -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φέρει [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, [[ακαταλόγιστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει την [[ευθύνη]] των πράξεων του, ο [[χωρίς]] [[αίσθημα]] ευθύνης<br />νεοελλ.) <b>(ποιν.)</b> <i>το ανευθυνον</i><br />το ακαταλόγιστο<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[ένοχος]], ο [[αθώος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεύθυνος]], -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φέρει [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, [[ακαταλόγιστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει την [[ευθύνη]] των πράξεων του, ο [[χωρίς]] [[αίσθημα]] ευθύνης<br />νεοελλ.) <b>(ποιν.)</b> <i>το ανευθυνον</i><br />το ακαταλόγιστο<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[ένοχος]], ο [[αθώος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ.
}}
}}