3,276,318
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεύθῡνος:''' <b class="num">1)</b> не обязанный давать отчет, не ответственный (перед народом), т. е. неограниченный ([[μουναρχίη]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> не несущий ответственности, невиновный Thuc.: ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. невиновный в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> не сопряженный с ответственностью, т. е. необязательный (προστάγματα Luc.). | |||
}} | }} |