Anonymous

ἀνεύθυνος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεύθῡνος:''' <b class="num">1)</b> не обязанный давать отчет, не ответственный (перед народом), т. е. неограниченный ([[μουναρχίη]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> не несущий ответственности, невиновный Thuc.: ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. невиновный в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> не сопряженный с ответственностью, т. е. необязательный (προστάγματα Luc.).
}}
}}