ἀνεψιός: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ανιψιός]], ο (θηλ. [[ανεψιά]]) (AM [[ἀνεψιός]])<br />ο [[γιος]] αδελφού ή εξαδέλφου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μσν.</b><br />[[εξάδελφος]], [[κυρίως]] ο [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση [[συγγένεια]] (μέσω [[γυναικών]]). Σ' αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις [[μεταξύ]] των εννοιών «[[ανιψιός]]-[[γιόκας]]-[[απόγονος]]». Πιστεύεται πως σ' ένα παλαιότερο [[σύστημα]] συγγένειας η λ. σήμαινε τον γιο της αδελφής του [[πατέρα]], από τον Όμηρο όμως και [[εξής]] δεν παρατηρείται πια αυτή η [[διάκριση]] και ο τ. απαντά με τη σημερινή του [[σημασία]]. Ετυμολογικά η λ. παρουσιάζει προβλήματα ως [[προς]] το αρχικό <i>α</i>- το οποίο λαμβάνεται ως προθεματικό (ή αθροιστικό). Προέρχεται από <i>sm</i>-<i>neptiios</i> / <i>ανέπτιος</i> / [[ανεψιός]] και συνδέεται με τα αβεστ. <i>naptya</i>- «[[απόγονος]]», αρχ. σλαβ. <i>netĭjĭ</i>, αρχ. ινδ. <i>napat</i>, λατ. <i>nep</i><i>ō</i><i>s</i>, αγγλ. <i>nephew</i>, γαλλ. <i>neveu</i>, ιταλ. <i>nipote</i> «[[ανιψιός]]» κ.λπ. Η λ. χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] από κοινού με τον παράλληλο τ. [[ανιψιός]], (<span style="color: red;"><</span> [[ανεψιός]] με προληπτική [[αφομοίωση]])].
|mltxt=και [[ανιψιός]], ο (θηλ. [[ανεψιά]]) (AM [[ἀνεψιός]])<br />ο [[γιος]] αδελφού ή εξαδέλφου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μσν.</b><br />[[εξάδελφος]], [[κυρίως]] ο [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση [[συγγένεια]] (μέσω [[γυναικών]]). Σ' αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις [[μεταξύ]] των εννοιών «[[ανιψιός]]-[[γιόκας]]-[[απόγονος]]». Πιστεύεται πως σ' ένα παλαιότερο [[σύστημα]] συγγένειας η λ. σήμαινε τον γιο της αδελφής του [[πατέρα]], από τον Όμηρο όμως και [[εξής]] δεν παρατηρείται πια αυτή η [[διάκριση]] και ο τ. απαντά με τη σημερινή του [[σημασία]]. Ετυμολογικά η λ. παρουσιάζει προβλήματα ως [[προς]] το αρχικό <i>α</i>- το οποίο λαμβάνεται ως προθεματικό (ή αθροιστικό). Προέρχεται από <i>sm</i>-<i>neptiios</i> / <i>ανέπτιος</i> / [[ανεψιός]] και συνδέεται με τα αβεστ. <i>naptya</i>- «[[απόγονος]]», αρχ. σλαβ. <i>netĭjĭ</i>, αρχ. ινδ. <i>napat</i>, λατ. <i>nep</i><i>ō</i><i>s</i>, αγγλ. <i>nephew</i>, γαλλ. <i>neveu</i>, ιταλ. <i>nipote</i> «[[ανιψιός]]» κ.λπ. Η λ. χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] από κοινού με τον παράλληλο τ. [[ανιψιός]], (<span style="color: red;"><</span> [[ανεψιός]] με προληπτική [[αφομοίωση]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεψιός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πρώτος]] [[ξάδερφος]], [[ξάδερφος]] σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ανηψιός, σε Ηρόδ. Όταν η [[λήγουσα]] είναι [[μακρά]], ο Όμηρ. εκτείνει και την παραλήγουσα, <i>ἀνεψῑοῦ κταμένοιο</i> (από το <i>α ευφωνικό</i> ή <i>αθροιστικό</i> και το <i>ΝΕ-</i>) απ' όπου επίσης το Λατ. [[nepos]], [[neptis]]).
}}
}}