Anonymous

ἀνεψιός: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεψιός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πρώτος]] [[ξάδερφος]], [[ξάδερφος]] σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ανηψιός, σε Ηρόδ. Όταν η [[λήγουσα]] είναι [[μακρά]], ο Όμηρ. εκτείνει και την παραλήγουσα, <i>ἀνεψῑοῦ κταμένοιο</i> (από το <i>α ευφωνικό</i> ή <i>αθροιστικό</i> και το <i>ΝΕ-</i>) απ' όπου επίσης το Λατ. [[nepos]], [[neptis]]).
|lsmtext='''ἀνεψιός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πρώτος]] [[ξάδερφος]], [[ξάδερφος]] σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ανηψιός, σε Ηρόδ. Όταν η [[λήγουσα]] είναι [[μακρά]], ο Όμηρ. εκτείνει και την παραλήγουσα, <i>ἀνεψῑοῦ κταμένοιο</i> (από το <i>α ευφωνικό</i> ή <i>αθροιστικό</i> και το <i>ΝΕ-</i>) απ' όπου επίσης το Λατ. [[nepos]], [[neptis]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεψιός:''' ὁ (эп. тж. ψῑ) двоюродный брат, перен. родственник Hom., Aesch., Her., Isae., Theocr.
}}
}}