γνώμη: Difference between revisions

4,160 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γνώμη]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[άποψη]] («σύμφωνη [[γνώμη]], αντίθετη [[γνώμη]], τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην»)<br /><b>2.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] (α. «δεν του '[[κάμε]] τη [[γνώμη]] του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην<br />σύμφωνα με την [[επιθυμία]] του»)<br /><b>3.</b> [[απόφαση]], [[γνωμοδότηση]]<br />(«η [[γνώμη]] τοῡ δικαστηρίου, ή τοῡ δικαστοῡ [[γνώμη]]»)<br /><b>4.</b> το [[φρόνημα]], το [[ήθος]], ο [[χαρακτήρας]] κάποιου (α. «τα χαρίσματα της καλής σου γνώμης», β. «[[ὅστις]] [[γνώμη]] μὴ καθαρείῃ» — όποιος δεν έχει καθαρή [[συνείδηση]]<br />παροιμ., ο «[[λύκος]] κι αν εγέρασε κι άλλαξε το [[μαλλί]] του [[ούτε]] τη [[γνώμη]] τ' άλλαξε [[ούτε]] την [[κεφαλή]] του»)<br /><b>5.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>6.</b> [[συμβουλή]] («με τη [[γνώμη]] του [[πατέρα]]», «Θεμιστοκλέους [[γνώμη]]»)<br /><b>7.</b> γνωμικό («[[συλλογή]] γνωμών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]] ([[οἶδα]] δ' οὐ γνώμῃ τίνι» — δεν [[ξέρω]] με ποια [[επιδίωξη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ). <i>γνω</i>- του ρ. [[γιγνώσκω]]. Η λ. [[γνώμη]] δήλωνε αφενός μεν το [[μέσο]] με το οποίο ήταν δυνατόν να αποκτήσει [[κάποιος]] [[γνώση]] σ' ένα [[αντικείμενο]], άρα το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] [[αυτού]], και ήταν πιο εύχρηστη από τη λ. [[γνώσις]], αφετέρου δε ό,τι [[κάποιος]] πιστεύει και αποφαίνεται, την [[κρίση]] του, τη [[σκέψη]], την [[ιδέα]] του, [[καθώς]] και τη [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[διάθεση]] ή [[κλίση]] του].
|mltxt=η (AM [[γνώμη]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[άποψη]] («σύμφωνη [[γνώμη]], αντίθετη [[γνώμη]], τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην»)<br /><b>2.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] (α. «δεν του '[[κάμε]] τη [[γνώμη]] του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην<br />σύμφωνα με την [[επιθυμία]] του»)<br /><b>3.</b> [[απόφαση]], [[γνωμοδότηση]]<br />(«η [[γνώμη]] τοῡ δικαστηρίου, ή τοῡ δικαστοῡ [[γνώμη]]»)<br /><b>4.</b> το [[φρόνημα]], το [[ήθος]], ο [[χαρακτήρας]] κάποιου (α. «τα χαρίσματα της καλής σου γνώμης», β. «[[ὅστις]] [[γνώμη]] μὴ καθαρείῃ» — όποιος δεν έχει καθαρή [[συνείδηση]]<br />παροιμ., ο «[[λύκος]] κι αν εγέρασε κι άλλαξε το [[μαλλί]] του [[ούτε]] τη [[γνώμη]] τ' άλλαξε [[ούτε]] την [[κεφαλή]] του»)<br /><b>5.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>6.</b> [[συμβουλή]] («με τη [[γνώμη]] του [[πατέρα]]», «Θεμιστοκλέους [[γνώμη]]»)<br /><b>7.</b> γνωμικό («[[συλλογή]] γνωμών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]] ([[οἶδα]] δ' οὐ γνώμῃ τίνι» — δεν [[ξέρω]] με ποια [[επιδίωξη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ). <i>γνω</i>- του ρ. [[γιγνώσκω]]. Η λ. [[γνώμη]] δήλωνε αφενός μεν το [[μέσο]] με το οποίο ήταν δυνατόν να αποκτήσει [[κάποιος]] [[γνώση]] σ' ένα [[αντικείμενο]], άρα το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] [[αυτού]], και ήταν πιο εύχρηστη από τη λ. [[γνώσις]], αφετέρου δε ό,τι [[κάποιος]] πιστεύει και αποφαίνεται, την [[κρίση]] του, τη [[σκέψη]], την [[ιδέα]] του, [[καθώς]] και τη [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[διάθεση]] ή [[κλίση]] του].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γνώμη:''' ἡ ([[γιγνώσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέσο]] γνώσης, [[σήμα]], διακριτικό [[γνώρισμα]], [[τεκμήριο]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όργανο με το οποίο [[κάποιος]] προσεγγίζει, κατακτά τη [[γνώση]], το [[πνεύμα]].<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[κρίση]], [[διανόημα]], [[διάνοια]], σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην [[ἱκανός]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ηρόδ.· γνώμην [[ἀγαθός]], σε Σοφ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, [[εννοώ]], [[κατανοώ]], στον ίδ.· <i>προσέχειν γνώμην</i>, [[λειτουργώ]] με [[περίσκεψη]], είμαι σε [[επιφυλακή]], [[ετοιμότητα]], [[δίνω]] [[προσοχή]]· <i>ἀπὸ γνώμης</i>, με καθαρή [[συνείδηση]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>οὐκ ἀπὸ γνώμης</i>, όχι [[χωρίς]] ορθολογική [[σκέψη]], με θετική [[κρίση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[πνεύμα]], η [[ψυχή]] κάποιου, η [[θέληση]], ο [[σκοπός]], η [[επιδίωξη]], η [[διάθεση]], η [[κλίση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί</i>, [[διατελώ]] υπό την [[εύνοια]] κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τι</i>, έχω τη [[διάθεση]], [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς το [[μέρος]]..., σε Θουκ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] γνώμης, με τη δική του [[συγκατάθεση]], [[βούληση]], στον ίδ.· <i>ἐκ μιᾶς γνώμης</i>, με [[μία]] σύμφωνη [[γνώμη]], ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, <i>μιᾷ γνώμῃ</i>, σε Θουκ.· στον πληθ., <i>φίλιαι γνῶμαι</i>, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[άποψη]]· <i>πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ</i>, [[ρέπω]] περισσότερο προς την [[άποψη]] ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, [[ταύτῃ]] [[πλεῖστος]] τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη [[γνώμη]] [[ἐστί]] μοι, στον ίδ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, όπως <i>λόγον ἔχειν</i>, έχω δίκιο, είμαι [[σωστός]], σε Αριστοφ.· <i>κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν</i>, Λατ. mea [[sententia]], κατά τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>γνώμην ἐμήν</i>, σε Αριστοφ.· <i>παρὰ τὴν γνώμην</i>, αντίθετα προς το [[δημόσιο]] [[αίσθημα]], την επικρατούσα [[αντίληψη]], σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, <i>γνώμην ἀποφαίνειν</i>, <i>ἀποδείκνυσθαι</i>, [[φανερώνω]], [[εκφωνώ]], [[εκφέρω]] μια [[άποψη]], σε Ηρόδ.· <i>τίθεσθαι</i>, σε Σοφ.· <i>δηλοῦν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[sententia]], [[σχέδιο]], [[πρόταση]] για [[συζήτηση]]· <i>γνώμην εἰσφέρειν</i>, σε Ηρόδ.· [[εἰπεῖν]], <i>προθεῖναι</i>, σε Θουκ.· γνώμην [[νικᾶν]], υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>γνῶμαι</i>, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae·<br /><b class="num">4.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]], [[πρόθεση]], σε Θουκ.· <i>τινά ἔχουσα γνώμην;</i> με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα [[γνώμη]] [[τῶν]] λεχθέντων, το γενικό [[νόημα]], [[σημασία]]..., σε Θουκ.
}}
}}