ἐκστατικός: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε [[έκσταση]], σε θαυμασμό, σε [[θάμβος]], ο [[κατάπληκτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που γίνεται με [[έκσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να απομακρύνεται από [[κάτι]], ο [[άστατος]] (αντίθ. [[εμμενετικός]])<br /><b>2.</b> αυτός που χάνει την [[αυτοκυριαρχία]] του, που γίνεται έξω φρενών, ο [[ευερέθιστος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> ο [[ικανός]] για [[μετατόπιση]] ή [[μετακίνηση]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> αυτός που προκαλεί [[διασάλευση]] φρενών.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε [[έκσταση]], σε θαυμασμό, σε [[θάμβος]], ο [[κατάπληκτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που γίνεται με [[έκσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να απομακρύνεται από [[κάτι]], ο [[άστατος]] (αντίθ. [[εμμενετικός]])<br /><b>2.</b> αυτός που χάνει την [[αυτοκυριαρχία]] του, που γίνεται έξω φρενών, ο [[ευερέθιστος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> ο [[ικανός]] για [[μετατόπιση]] ή [[μετακίνηση]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> αυτός που προκαλεί [[διασάλευση]] φρενών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη [[θέση]] του, με γεν., σε Αριστ.
}}
}}