ναύμαχος: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναύμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]] ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ναυμαχία]]<br /><b>2.</b> [[νικητής]] σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
|mltxt=[[ναύμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]] ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ναυμαχία]]<br /><b>2.</b> [[νικητής]] σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναύμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]]· <i>ξυστὰ ναύμαχα</i>, κοντάρια που χρησίμευαν κατά την έφοδο σε εχθρικό [[πλοίο]] ή κατά τη [[διάρκεια]] ναυμαχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δόρατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παροξ., [[ναυμάχος]], Ενεργ., αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που ναυμαχεί, σε Ανθ.
}}
}}