3,270,629
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναύμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]]· <i>ξυστὰ ναύμαχα</i>, κοντάρια που χρησίμευαν κατά την έφοδο σε εχθρικό [[πλοίο]] ή κατά τη [[διάρκεια]] ναυμαχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δόρατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παροξ., [[ναυμάχος]], Ενεργ., αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που ναυμαχεί, σε Ανθ. | |lsmtext='''ναύμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]]· <i>ξυστὰ ναύμαχα</i>, κοντάρια που χρησίμευαν κατά την έφοδο σε εχθρικό [[πλοίο]] ή κατά τη [[διάρκεια]] ναυμαχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δόρατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παροξ., [[ναυμάχος]], Ενεργ., αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που ναυμαχεί, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναύμᾰχος:''' военно-морской (ξυστά Hom.; δόρατα Her.; τρόπαια Plut.). | |||
}} | }} |