μισθαρχίδης: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθαρχίδης]], ὁ (Α)<br />(κωμικό πατρων. στον <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα [[δημόσια]] αξιώματα τα οποία αμείβονται με [[μισθό]] («σὺ δ' ἐξ ὅτου περ [[πόλεμος]] [[μισθαρχίδης]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀρχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i>].
|mltxt=[[μισθαρχίδης]], ὁ (Α)<br />(κωμικό πατρων. στον <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα [[δημόσια]] αξιώματα τα οποία αμείβονται με [[μισθό]] («σὺ δ' ἐξ ὅτου περ [[πόλεμος]] [[μισθαρχίδης]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀρχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρχίδης:''' -ου, ὁ ([[ἀρχή]]), κωμικ. πατρωνυμ., [[γιος]] αξιωματούχου με κληρονομικά δικαιώματα στο [[αξίωμα]] του [[πατέρα]] του, σε Αριστοφ.
}}
}}