Anonymous

μισθαρχίδης: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui recherche les fonctions lucratives.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀρχή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui recherche les fonctions lucratives.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀρχή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μισθαρχίδης]], ὁ (Α)<br />(κωμικό πατρων. στον <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα [[δημόσια]] αξιώματα τα οποία αμείβονται με [[μισθό]] («σὺ δ' ἐξ ὅτου περ [[πόλεμος]] [[μισθαρχίδης]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀρχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i>].
}}
}}