ἀπειρόκακος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπειρόκακος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πείρα]] του κακού, ο [[αθώος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το [[κακό]], που δεν ξέρει τι θα πει [[δυστυχία]].
|mltxt=[[ἀπειρόκακος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πείρα]] του κακού, ο [[αθώος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το [[κακό]], που δεν ξέρει τι θα πει [[δυστυχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειρόκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι [[κακό]], [[αμάθητος]] στο να κάνει [[κακό]], [[άπειρος]], σε Ευρ.· <i>τὸ ἀπειρόκακον</i>, [[άγνοια]] κακού, [[αδυναμία]] διάκρισης του κακού, σε Θουκ.
}}
}}