3,277,759
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπειρόκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι [[κακό]], [[αμάθητος]] στο να κάνει [[κακό]], [[άπειρος]], σε Ευρ.· <i>τὸ ἀπειρόκακον</i>, [[άγνοια]] κακού, [[αδυναμία]] διάκρισης του κακού, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀπειρόκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι [[κακό]], [[αμάθητος]] στο να κάνει [[κακό]], [[άπειρος]], σε Ευρ.· <i>τὸ ἀπειρόκακον</i>, [[άγνοια]] κακού, [[αδυναμία]] διάκρισης του κακού, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπειρόκᾰκος:''' не испытавший горя, не видевший зла Eur. | |||
}} | }} |