Anonymous

ἀπειρόκακος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειρόκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι [[κακό]], [[αμάθητος]] στο να κάνει [[κακό]], [[άπειρος]], σε Ευρ.· <i>τὸ ἀπειρόκακον</i>, [[άγνοια]] κακού, [[αδυναμία]] διάκρισης του κακού, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπειρόκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι [[κακό]], [[αμάθητος]] στο να κάνει [[κακό]], [[άπειρος]], σε Ευρ.· <i>τὸ ἀπειρόκακον</i>, [[άγνοια]] κακού, [[αδυναμία]] διάκρισης του κακού, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειρόκᾰκος:''' не испытавший горя, не видевший зла Eur.
}}
}}