ἀξυγκρότητος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀξυγκρότητος]], -ον ([[αντί]] [[ἀσυγκρότητος]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συγκολλήθηκε με [[σφυρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους<br /><b>3.</b> (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυγκροτώ</i> ([[αντί]] [[συγκροτώ]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ξυν</i> <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]]].
|mltxt=[[ἀξυγκρότητος]], -ον ([[αντί]] [[ἀσυγκρότητος]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συγκολλήθηκε με [[σφυρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους<br /><b>3.</b> (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυγκροτώ</i> ([[αντί]] [[συγκροτώ]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ξυν</i> <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξυγκρότητος:''' -ον ([[συγκροτέω]]), μη συγκολλημένος με [[σφυρηλάτηση]]· μεταφ. λέγεται για τα [[κουπιά]], μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.
}}
}}