ἀξυγκρότητος

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξυγκρότητος Medium diacritics: ἀξυγκρότητος Low diacritics: αξυγκρότητος Capitals: ΑΞΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axynkrótētos Transliteration B: axynkrotētos Transliteration C: aksygkrotitos Beta Code: a)cugkro/thtos

English (LSJ)

ἀξυγκρότητον, for ἀσυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀσυγκρότητος D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.

German (Pape)

[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu'on prend n'importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: , συγκροτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.

Greek Monolingual

ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].

Greek Monotonic

ἀξυγκρότητος: -ον (συγκροτέω), μη συγκολλημένος με σφυρηλάτηση· μεταφ. λέγεται για τα κουπιά, μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.

Middle Liddell

συγκροτέω
not welded together by the hammer:— metaph. of rowers, not trained to keep time, Thuc.

Lexicon Thucydideum

tumultuarius, hurried, makeshift, 8.95.2.