συνάδελφος: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[συνάδελφος]], -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην [[ίδια]] [[εταιρεία]], στην [[ίδια]] [[σχολή]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανάδελφο<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[αδελφός]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]].
|mltxt=ο, η / [[συνάδελφος]], -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην [[ίδια]] [[εταιρεία]], στην [[ίδια]] [[σχολή]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανάδελφο<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[αδελφός]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνάδελφος:''' -ον, αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε Ξεν.
}}
}}