Anonymous

συνάδελφος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνάδελφος:''' -ον, αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνάδελφος:''' -ον, αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνάδελφος:''' (ᾰ) имеющий братьев или сестер Xen.
}}
}}