στενακτός: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στενάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις [[ἀλγεινός]], ἐξεπέμπετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στενακτικός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στενάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις [[ἀλγεινός]], ἐξεπέμπετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στενακτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στενακτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει [[κάποιος]], αυτός που αποτελεί την [[αιτία]] για να αναστενάξει, να λυπηθεί [[κάποιος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρηνητικός]], [[θλιβερός]], σε Ευρ.
}}
}}