Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στενακτός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στενακτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει [[κάποιος]], αυτός που αποτελεί την [[αιτία]] για να αναστενάξει, να λυπηθεί [[κάποιος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρηνητικός]], [[θλιβερός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''στενακτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει [[κάποιος]], αυτός που αποτελεί την [[αιτία]] για να αναστενάξει, να λυπηθεί [[κάποιος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρηνητικός]], [[θλιβερός]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=στενακτός -ή -όν pass. te beklagen, beklagenswaardig. ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτός de man is niet beklagenwaardig Soph. OC 1663; σ. ἄτα jammerlijk onheil Eur. HF 917. act. jammerend, klagend. σ. ἰαχά een klagelijke jammerkreet Eur. Phoen. 1302 ( lyr. ).
}}
}}