ἔκπαγλος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκπαγλος]], -ον)<br />αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την [[ομορφιά]], τη [[δύναμη]] ή [[άλλο]] [[προτέρημα]] (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει [[ἔκπαγλος]]» — με εκπληκτική [[δύναμη]]<br />γ. «ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]]» — [[θαυμαστός]] για τα κατορθώματά του)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληκτικός]], [[φοβερός]] («[[ἔκπαγλος]] ἐὼν και [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]]», «χειμὼν [[ἔκπαγλος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έκ</i>-<i>πλαγ</i>-<i>λος</i> (με [[ανομοίωση]] τών δύο -<i>λ</i>-) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εκ</i>-<i>πλαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκπλαγήναι</i>, [[απαρέμφατο]] παθ. αορ. του ρ. <i>εκπλήσσομαι</i>). Χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στην [[ποίηση]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκπαγλος]], -ον)<br />αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την [[ομορφιά]], τη [[δύναμη]] ή [[άλλο]] [[προτέρημα]] (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει [[ἔκπαγλος]]» — με εκπληκτική [[δύναμη]]<br />γ. «ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]]» — [[θαυμαστός]] για τα κατορθώματά του)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληκτικός]], [[φοβερός]] («[[ἔκπαγλος]] ἐὼν και [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]]», «χειμὼν [[ἔκπαγλος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έκ</i>-<i>πλαγ</i>-<i>λος</i> (με [[ανομοίωση]] τών δύο -<i>λ</i>-) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εκ</i>-<i>πλαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκπλαγήναι</i>, [[απαρέμφατο]] παθ. αορ. του ρ. <i>εκπλήσσομαι</i>). Χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στην [[ποίηση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπαγλος:''' -ον, μετάθ. αντί <i>ἔκπλαγος</i> (από το [[ἐκπλήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρικτός]], [[φοβερός]], λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. <i>ἐκπαγλότατος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>ἔκπαγλον</i> και <i>ἔκπαγλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές, [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>ἔκπαγλα</i>, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ.
}}
}}