Anonymous

ἔκπαγλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπαγλος:''' -ον, μετάθ. αντί <i>ἔκπλαγος</i> (από το [[ἐκπλήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρικτός]], [[φοβερός]], λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. <i>ἐκπαγλότατος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>ἔκπαγλον</i> και <i>ἔκπαγλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές, [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>ἔκπαγλα</i>, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ.
|lsmtext='''ἔκπαγλος:''' -ον, μετάθ. αντί <i>ἔκπλαγος</i> (από το [[ἐκπλήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρικτός]], [[φοβερός]], λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. <i>ἐκπαγλότατος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>ἔκπαγλον</i> και <i>ἔκπαγλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές, [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>ἔκπαγλα</i>, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπαγλος:''' <b class="num">1)</b> страшный, ужасный, грозный ([[πολεμιστής]], [[χειμών]], ἔπεα Hom.; sc. γένους χαλκείου ἄνθρωποι Hes.; [[τέρας]] Aesch.; ἄχθη Soph.; [[ὅπλα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> поразительный, изумительный (ἐν πόνοις Pind.).
}}
}}