παλίνορτος: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίνορτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[παλίνορσος]].
|mltxt=[[παλίνορτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[παλίνορσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίνορτος:''' -ον, = [[παλίνορσος]], ορμώμενος [[ξανά]], [[βαθιά]] ριζωμένος, [[πάγιος]], μόνιμα [[αθεράπευτος]], [[περίπου]] ίδιο με το <i>παλίγ-κοτος</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}