Anonymous

παλίνορτος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίνορτος:''' -ον, = [[παλίνορσος]], ορμώμενος [[ξανά]], [[βαθιά]] ριζωμένος, [[πάγιος]], μόνιμα [[αθεράπευτος]], [[περίπου]] ίδιο με το <i>παλίγ-κοτος</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πᾰλίνορτος:''' -ον, = [[παλίνορσος]], ορμώμενος [[ξανά]], [[βαθιά]] ριζωμένος, [[πάγιος]], μόνιμα [[αθεράπευτος]], [[περίπου]] ίδιο με το <i>παλίγ-κοτος</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίνορτος:''' (ῐ) вновь вспыхивающий, т. е. неутолимый ([[μῆνις]] Aesch.).
}}
}}