3,276,318
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βούβρωστις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]<br /><b>2.</b> [[αθλιότητα]], [[μεγάλη]] [[ανάγκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βούβρωστις]], ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «[[αθλιότητα]]», ενώ [[ένας]] απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη [[προς]] το [[οίστρος]] «[[αλογόμυγα]]». Σε [[απόσπασμα]] όμως του Καλλίμαχου [[καθώς]] και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «[[μεγάλη]] [[πείνα]]», ενώ μαρτυρείται και ότι η <i>Βούβρωστις</i> ήταν [[θεότητα]] [[προς]] τιμήν της οποίας θυσιαζόταν [[ταύρος]]. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό [[μόρφημα]] <i>βου</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[βούλιμος]], [[βούπεινα]]), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. <i>βρώστις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), πιθ. [[κατά]] το συνών. [[νήστις]]. Κατ' [[άλλην]] [[άποψη]], η λ. [[βούβρωστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>βουβρώς τις</i> «[[είδος]] αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «[[μεγάλη]] [[πείνα]]» ήταν μτγν. και προήλθε από [[παρανόηση]]]. | |mltxt=[[βούβρωστις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]<br /><b>2.</b> [[αθλιότητα]], [[μεγάλη]] [[ανάγκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βούβρωστις]], ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «[[αθλιότητα]]», ενώ [[ένας]] απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη [[προς]] το [[οίστρος]] «[[αλογόμυγα]]». Σε [[απόσπασμα]] όμως του Καλλίμαχου [[καθώς]] και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «[[μεγάλη]] [[πείνα]]», ενώ μαρτυρείται και ότι η <i>Βούβρωστις</i> ήταν [[θεότητα]] [[προς]] τιμήν της οποίας θυσιαζόταν [[ταύρος]]. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό [[μόρφημα]] <i>βου</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[βούλιμος]], [[βούπεινα]]), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. <i>βρώστις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), πιθ. [[κατά]] το συνών. [[νήστις]]. Κατ' [[άλλην]] [[άποψη]], η λ. [[βούβρωστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>βουβρώς τις</i> «[[είδος]] αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «[[μεγάλη]] [[πείνα]]» ήταν μτγν. και προήλθε από [[παρανόηση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |