Anonymous

βούβρωστις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βούβρωστις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.).
}}
}}