νεηγενής: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεηγενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[νεογενής]].
|mltxt=[[νεηγενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[νεογενής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεηγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]])· Ιων. αντί <i>νεᾱγενής</i>, ο γεννημένος πρόσφατα, [[νεογέννητος]], [[αρτιγέννητος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}