νεηγενής

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεηγενής Medium diacritics: νεηγενής Low diacritics: νεηγενής Capitals: ΝΕΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: neēgenḗs Transliteration B: neēgenēs Transliteration C: neigenis Beta Code: nehgenh/s

English (LSJ)

νεηγενές, Ion. for νεαγενής, new-born, just born, Od.4.336.

German (Pape)

[Seite 236] ές, neu, eben geboren; Od. 4, 336. 17, 127; μόσχον νεαγενῆ, Eur. I. A. 1623; sp. D., wie Antp. Sid. 83 (VII, 210).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. νεογενής.

Russian (Dvoretsky)

νεηγενής: эп.-ион. = νεογενής.

Greek (Liddell-Scott)

νεηγενής: -ές, Ἰων. ἀντὶ νεᾱγενής, ἀρτιγενής, νεογέννητος, Ὀδ. Δ. 336, Ρ. 127· ἴδε ἐν λέξ. νεαγενής.

English (Autenrieth)

ές: new-born, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Greek Monolingual

νεηγενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. νεογενής.

Greek Monotonic

νεηγενής: -ές (γίγνομαι)· Ιων. αντί νεᾱγενής, ο γεννημένος πρόσφατα, νεογέννητος, αρτιγέννητος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

νεη-γενής, ές γίγνομαι [ionic for νεᾱγενής]
new-born, just born, Od.