ἀπρόσβατος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόσβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πατήσει, [[άβατος]], [[απρόσιτος]]<br /><b>2.</b> [[απλησίαστος]], [[ακαταμάχητος]].
|mltxt=[[ἀπρόσβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πατήσει, [[άβατος]], [[απρόσιτος]]<br /><b>2.</b> [[απλησίαστος]], [[ακαταμάχητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσβᾰτος:''' Δωρ. ἀ-ποτίβατος, -ον, [[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]], [[άβατος]], σε Σοφ.
}}
}}