3,274,313
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πολεμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πόλεμος]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό [[μένος]]» β. «πολεμικό [[ναυτικό]]» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ικανός]] για πόλεμο ή ο [[έμπειρος]] στα σχετικά με τον πόλεμο («[[μάθημα]] [[ἀναγκαῖον]] πολεμικῷ ἀνδρὶ θήσομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορμητικός]], [[μαχητικός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πολεμική [[τέχνη]]» ή, [[απλώς]], «πολεμική» — εφαρμοσμένη [[τέχνη]] ή [[επιστήμη]] που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]], τον σχεδιασμό και τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου με τις μεγαλύτερες επιτυχίες και με τις μικρότερες απώλειες και περιλαμβάνει δύο κλάδους, τη στρατηγική και την [[τακτική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[δυσμενής]] και [[οξεία]] κριτική, προφορική ή γραπτή<br />β) επιθετική [[συμπεριφορά]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολεμικό</i><br />[[πλοίο]] εξοπλισμένο και προορισμένο για πολεμικές επιχειρήσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πολεμικές χημικές ουσίες»<br />(χημ.-τεχνολ.) συνοπτική [[ονομασία]] τών δηλητηριωδών χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται με τη [[μορφή]] αέριων λεπτότατων σταγονιδίων ή σκόνης για πολεμικούς σκοπούς και οι οποίες όταν εισπνέονται ή έρχονται σε [[επαφή]] με το [[σώμα]] προκαλούν σοβαρές βλάβες της υγείας ή [[ακόμη]] και τον θάνατο<br />β) «πολεμική [[οικονομία]]» — οι δημοσιονομικές και νομισματικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την [[αντιμετώπιση]] τών δαπανών του πολέμου στις οποίες περιλαμβάνονται η [[φορολογία]], τα αναγκαστικά δάνεια, τα προαιρετικά εγχώρια δάνεια, ο [[ξένος]] [[δανεισμός]] και η [[δημιουργία]] νέου χρήματος<br />γ) «πολεμικό [[παίγνιο]]»<br /><b>στρ.</b> [[μορφή]] τακτικής Άσκησης Άνευ Στρατευμάτων (ΤΑΑΣ) η οποία διεξάγεται επί χάρτου και αποσκοπεί στην [[εκπαίδευση]] τών αξιωματικών τών ενόπλων δυνάμεων<br />δ) «πολεμική [[αεροπορία]]» — το [[σύνολο]] τών μαχητικών, τών βομβαρδιστικών και τών αναγνωριστικών αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς<br />ε) «πολεμικό [[ναυτικό]]» — το [[σύνολο]] τών πλοίων που χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br />[[εχθρικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει [[έχθρα]] («πολεμικὸν δέ καὶ [[ἔρις]] καὶ [[ὀργή]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[σάλπισμα]] για [[έναρξη]] της μάχης («οἱ σαλπιγκταὶ τὸ πολεμικὸν ἐβόησαν», Δίων. Κάσσ.)<br />β) [[είδος]] μέλους που παιζόταν με αυλό<br />γ) το μάχιμο [[μέρος]] του λαού<br />δ) το [[πνεύμα]] του πολέμου, η πολεμική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολεμικά</i><br />η πολεμική [[τέχνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολεμικώς]] / <i>πολεμικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>πολεμικά</i> Ν<br />με πολεμικό τρόπο, με πολεμική [[διάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με πόλεμο, με πολεμικές ενέργειες<br /><b>2.</b> από πολεμική [[άποψη]], σε [[σχέση]] με τον πόλεμο και τη [[διεξαγωγή]] του<br /><b>αρχ.</b><br />εχθρικώς («πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους εἶχον ἐκ τούτων», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[πολεμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πόλεμος]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό [[μένος]]» β. «πολεμικό [[ναυτικό]]» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ικανός]] για πόλεμο ή ο [[έμπειρος]] στα σχετικά με τον πόλεμο («[[μάθημα]] [[ἀναγκαῖον]] πολεμικῷ ἀνδρὶ θήσομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορμητικός]], [[μαχητικός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πολεμική [[τέχνη]]» ή, [[απλώς]], «πολεμική» — εφαρμοσμένη [[τέχνη]] ή [[επιστήμη]] που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]], τον σχεδιασμό και τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου με τις μεγαλύτερες επιτυχίες και με τις μικρότερες απώλειες και περιλαμβάνει δύο κλάδους, τη στρατηγική και την [[τακτική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[δυσμενής]] και [[οξεία]] κριτική, προφορική ή γραπτή<br />β) επιθετική [[συμπεριφορά]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολεμικό</i><br />[[πλοίο]] εξοπλισμένο και προορισμένο για πολεμικές επιχειρήσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πολεμικές χημικές ουσίες»<br />(χημ.-τεχνολ.) συνοπτική [[ονομασία]] τών δηλητηριωδών χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται με τη [[μορφή]] αέριων λεπτότατων σταγονιδίων ή σκόνης για πολεμικούς σκοπούς και οι οποίες όταν εισπνέονται ή έρχονται σε [[επαφή]] με το [[σώμα]] προκαλούν σοβαρές βλάβες της υγείας ή [[ακόμη]] και τον θάνατο<br />β) «πολεμική [[οικονομία]]» — οι δημοσιονομικές και νομισματικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την [[αντιμετώπιση]] τών δαπανών του πολέμου στις οποίες περιλαμβάνονται η [[φορολογία]], τα αναγκαστικά δάνεια, τα προαιρετικά εγχώρια δάνεια, ο [[ξένος]] [[δανεισμός]] και η [[δημιουργία]] νέου χρήματος<br />γ) «πολεμικό [[παίγνιο]]»<br /><b>στρ.</b> [[μορφή]] τακτικής Άσκησης Άνευ Στρατευμάτων (ΤΑΑΣ) η οποία διεξάγεται επί χάρτου και αποσκοπεί στην [[εκπαίδευση]] τών αξιωματικών τών ενόπλων δυνάμεων<br />δ) «πολεμική [[αεροπορία]]» — το [[σύνολο]] τών μαχητικών, τών βομβαρδιστικών και τών αναγνωριστικών αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς<br />ε) «πολεμικό [[ναυτικό]]» — το [[σύνολο]] τών πλοίων που χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br />[[εχθρικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει [[έχθρα]] («πολεμικὸν δέ καὶ [[ἔρις]] καὶ [[ὀργή]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[σάλπισμα]] για [[έναρξη]] της μάχης («οἱ σαλπιγκταὶ τὸ πολεμικὸν ἐβόησαν», Δίων. Κάσσ.)<br />β) [[είδος]] μέλους που παιζόταν με αυλό<br />γ) το μάχιμο [[μέρος]] του λαού<br />δ) το [[πνεύμα]] του πολέμου, η πολεμική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολεμικά</i><br />η πολεμική [[τέχνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολεμικώς]] / <i>πολεμικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>πολεμικά</i> Ν<br />με πολεμικό τρόπο, με πολεμική [[διάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με πόλεμο, με πολεμικές ενέργειες<br /><b>2.</b> από πολεμική [[άποψη]], σε [[σχέση]] με τον πόλεμο και τη [[διεξαγωγή]] του<br /><b>αρχ.</b><br />εχθρικώς («πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους εἶχον ἐκ τούτων», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολεμικός:''' -ή, -όν ([[πόλεμος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον πόλεμο, σε Θουκ.· <i>ἀσπὶς πολεμικωτάτη</i>, [[πολύ]] κατάλληλη για πόλεμο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του πολέμου, ο [[ίδιος]] ο [[πόλεμος]], σε Πλάτ.· <i>τὰ πολεμικά</i>, οι πολεμικές ασκήσεις, σε Θουκ., Ξεν. <b>3. α)</b> <i>τὸ πολεμικόν</i>, το [[σημείο]] για [[μάχη]], σε Ξεν. <b>β)</b> η [[τάξη]] των πολεμιστών, αντίθ. προς τους πολίτες, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιδέξιος]] στον πόλεμο, [[άξιος]] στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> όμοιος προς εχθρό, κινούμενος από εχθρικό [[πνεύμα]], σε Ξεν.· επίρρ., [[πολεμικῶς]] ἔχειν, είμαι [[εχθρός]], είμαι [[αντίπαλος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |