λίπος: Difference between revisions

228 bytes added ,  30 December 2018
5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[λίπος]], -ους)<br />[[ουσία]] ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο [[νερό]], [[ελαιώδης]] ή [[γλοιώδης]] στην αφή, κν. [[πάχος]] (α. «φυτικό [[λίπος]]» β. «ζωικό [[λίπος]]» γ. «[[λίπος]] ἐλαίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] ή [[μέρος]] του λιπώδους ιστού του ανθρώπου και τών ζώων το οποίο υπάρχει σε όλα τα μέρη του σώματος [[είτε]] με τη [[μορφή]] αποταμιευτικού λίπους [[είτε]] δομικού λίπους και το οποίο αποτελεί την πλουσιότερη σε [[ενέργεια]] θρεπτική [[ουσία]] για τον οργανισμό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίπος]] γάλακτος» — [[φυσικό]] λιπαρό συστατικό του γάλακτος και κύριο συστατικό του βουτύρου<br />β) «μαγειρικό [[λίπος]]» — [[ονομασία]] λιπών και ελαίων ζωικής ή φυτικής προέλευσης τα οποία χρησιμοποιούνται στη [[μαγειρική]], όπως το [[βούτυρο]], το [[λαρδί]], τα φυτικά έλαια, η [[μαργαρίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίπος]] αἵματος» <br />α) η [[πυκνότητα]] του αίματος<br />β) [[κηλίδα]] αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίπα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιπότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιπίνες]], [[λιπίδιο]], [[λιποϊκός]], [[λίπωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λιπέλαιον]], [[λιπόρρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιποατροφικός]], [[λιποβλάστη]], [[λιποβριθής]], [[λιπογένεση]], <i>λιπογονία</i>, [[λιποδεψία]], <i>λιποδιάλυτος</i>, [[λιποδόχη]], [[λιποδυστροφία]], [[λιποειδής]], [[λιποκιβώτιο]], [[λιποκύτταρο]], [[λιπόλυση]], [[λιπονεογένεση]], <i>λιπονουκλεοπρωτεΐνη</i>, [[λιποξειδάση]], [[λιποπρωτεΐνη]], <i>λιποπρωτεϊνόγραμμα</i>, [[λιπόσωμα]], [[λιποτρόπος]], [[λιπουρία]], [[λιπόφιλος]], [[λιπόφοβος]], [[λιπόχρωμα]]].
|mltxt=το (AM [[λίπος]], -ους)<br />[[ουσία]] ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο [[νερό]], [[ελαιώδης]] ή [[γλοιώδης]] στην αφή, κν. [[πάχος]] (α. «φυτικό [[λίπος]]» β. «ζωικό [[λίπος]]» γ. «[[λίπος]] ἐλαίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] ή [[μέρος]] του λιπώδους ιστού του ανθρώπου και τών ζώων το οποίο υπάρχει σε όλα τα μέρη του σώματος [[είτε]] με τη [[μορφή]] αποταμιευτικού λίπους [[είτε]] δομικού λίπους και το οποίο αποτελεί την πλουσιότερη σε [[ενέργεια]] θρεπτική [[ουσία]] για τον οργανισμό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίπος]] γάλακτος» — [[φυσικό]] λιπαρό συστατικό του γάλακτος και κύριο συστατικό του βουτύρου<br />β) «μαγειρικό [[λίπος]]» — [[ονομασία]] λιπών και ελαίων ζωικής ή φυτικής προέλευσης τα οποία χρησιμοποιούνται στη [[μαγειρική]], όπως το [[βούτυρο]], το [[λαρδί]], τα φυτικά έλαια, η [[μαργαρίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίπος]] αἵματος» <br />α) η [[πυκνότητα]] του αίματος<br />β) [[κηλίδα]] αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίπα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιπότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιπίνες]], [[λιπίδιο]], [[λιποϊκός]], [[λίπωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λιπέλαιον]], [[λιπόρρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιποατροφικός]], [[λιποβλάστη]], [[λιποβριθής]], [[λιπογένεση]], <i>λιπογονία</i>, [[λιποδεψία]], <i>λιποδιάλυτος</i>, [[λιποδόχη]], [[λιποδυστροφία]], [[λιποειδής]], [[λιποκιβώτιο]], [[λιποκύτταρο]], [[λιπόλυση]], [[λιπονεογένεση]], <i>λιπονουκλεοπρωτεΐνη</i>, [[λιποξειδάση]], [[λιποπρωτεΐνη]], <i>λιποπρωτεϊνόγραμμα</i>, [[λιπόσωμα]], [[λιποτρόπος]], [[λιπουρία]], [[λιπόφιλος]], [[λιπόφοβος]], [[λιπόχρωμα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίπος:''' [ῐ], τό, [[πάχος]] ([[κυρίως]] ζωικό), βεβρῶτες αἵματος [[λίπος]], καταβρόχθισαν το [[λίπος]] του αίματος, σε Σοφ.
}}
}}