μαρτύρημα: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μαρτύρεμα]], το (Α [[μαρτύρημα]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ανακοίνωση]] ή η [[κατάδοση]] επιλήψιμης πράξης που έκανε [[κάποιος]] («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)<br /><b>2.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]], [[μαρτυρεμός]] («τράβηξα μεγάλο [[μαρτύρεμα]] μ' αυτόν τον άνθρωπο»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να αποτελεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαρτυρία]] ή [[απόδειξη]] για [[κάτι]].
|mltxt=και [[μαρτύρεμα]], το (Α [[μαρτύρημα]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ανακοίνωση]] ή η [[κατάδοση]] επιλήψιμης πράξης που έκανε [[κάποιος]] («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)<br /><b>2.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]], [[μαρτυρεμός]] («τράβηξα μεγάλο [[μαρτύρεμα]] μ' αυτόν τον άνθρωπο»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να αποτελεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαρτυρία]] ή [[απόδειξη]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαρτύρημα:''' [ῠ], -ατος, τό, [[μαρτυρία]], [[κατάθεση]], σε Ευρ.
}}
}}