Anonymous

μαρτύρημα: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[μαρτυρέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[μαρτυρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[μαρτύρεμα]], το (Α [[μαρτύρημα]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ανακοίνωση]] ή η [[κατάδοση]] επιλήψιμης πράξης που έκανε [[κάποιος]] («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)<br /><b>2.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]], [[μαρτυρεμός]] («τράβηξα μεγάλο [[μαρτύρεμα]] μ' αυτόν τον άνθρωπο»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να αποτελεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαρτυρία]] ή [[απόδειξη]] για [[κάτι]].
}}
}}