3,273,446
edits
(40) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σχῆμα]] ΝΜΑ, και [[σκῆμα]] και αιολ. τ. [[σχέμα]] Α<br /><b>1.</b> η εξωτερική όψη αντικειμένου, η [[μορφή]] με την οποία παρουσιάζεται<br /><b>2.</b> γραμμική [[παράσταση]], [[διάγραμμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχήμα]] [του] λόγου» — [[φράση]] που στερείται κυριολεκτικής σημασίας ενώ έχει μία γενικότερη ή ευρύτερη σημασιολογική [[δήλωση]] (α. «μην το παίρνεις [[σοβαρά]] αυτό που [[είπα]], ήταν [[απλώς]] [[σχήμα]] λόγου» β. «ἦν δὲ τοῡτο... [[σχῆμα]] πολιτικὸν τοῡ λόγου», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «ρητορικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ρητ.)</b> [[δήλωση]] μιας ιδέας όχι απευθείας [[αλλά]] με παραλλαγμένη λεκτική [[διατύπωση]] και με σκοπό την [[κομψότητα]] του λόγου ή για [[άλλη]] [[σκοπιμότητα]]<br />γ) «γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθ.</b> [[κάθε]] [[σύνολο]] σημείων στον τρισδιάστατο χώρο<br />δ) «γραμμικό γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθημ.</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] του οποίου όλα τα [[σημεία]] κείνται επί μιας ευθείας<br />ε) «επίπεδο γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθημ.</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] του οποίου όλα τα [[σημεία]] κείνται επί ενός επιπέδου, όπως [[είναι]] λ.χ. ένα [[τρίγωνο]] ή [[ένας]] [[κύκλος]]<br />στ) «χωρικό γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθ.</b> [[κάθε]] μη γραμμικό και μη επίπεδο γεωμετρικό [[σχήμα]], όπως [[είναι]] λ.χ. τα τετράεδρα, οι πυραμίδες και οι κύλινδροι<br />ζ) «[[σχήμα]] συλλογισμού»<br /><b>(λογ.)</b> το συλλογιστικό [[σχήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[είδος]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>(τυπογρ.)</b> α) διαστάσεις τών σελίδων<br />β) (ειδικότερα) ο [[χαρακτηρισμός]] ενός βιβλίου ανάλογα με το πόσες φορές έχει διπλωθεί το τυπογραφικό του [[φύλλο]] (α. «[[σχήμα]] εις [[φύλλο]]» — το τυπογραφικό [[φύλλο]] που δεν έχει διπλωθεί [[καθόλου]]<br />β. «[[σχήμα]] 8ο ή 16ο» — τυπογραφικό [[φύλλο]] που έχει διπλωθεί σε [[οκτώ]] ή [[δεκαέξι]] σελίδες)<br /><b>3.</b> [[παράσταση]] αντικειμένου σε [[σχέση]] με μια χαρακτηριστική [[μορφή]] (α. «ωοειδές [[σχήμα]]» β. «[[σχήμα]] καρδιάς»)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[σχέδιο]] που χρησιμεύει για την [[παράσταση]] μαθηματικών εννοιών ή οντοτήτων, όπως λ.χ. για την [[απόδειξη]] θεωρήματος ή τη [[λύση]] προβλήματος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σχήματα λόγου»<br /><b>γραμμ.</b> οι ιδιαίτεροι λεκτικοί τρόποι οι οποίοι έχουν παγιωθεί με τη συχνή [[επανάληψη]] και τους οποίους χρησιμοποιούν οι ομιλητές και γενικά οι χρήστες μιας συγκεκριμένης γλώσσας για την [[επίτευξη]] ενός ψυχολογικού, αισθητικού ή άλλου αποτελέσματος [[κατά]] την [[επικοινωνία]], όπως λ.χ. το πρωθύστερο, το ασύνδετο, ο [[πλεονασμός]], η [[βραχυλογία]], η [[μεταφορά]] κ.ά.<br />β) «[[σχήμα]] αξιωμάτων»<br /><b>(λογ.)</b> [[διατύπωση]] που περιλαμβάνει μεταγλωσσικές μεταβλητές, από την [[αντικατάσταση]] τών οποίων, με συμπλέγματα συμβόλων του ενδεικνυόμενου τύπου, προκύπτει ένα [[αξίωμα]], καλούμενο [[ένσταση]] του υπό [[εξέταση]] σχήματος<br />γ) «[[σχήμα]] του εμβρύου»<br /><b>ιατρ.</b> η [[σχέση]] του επιμήκους άξονα του σώματος του εμβρύου [[προς]] τον επιμήκη άξονα της μήτρας<br />δ) «[[σχήμα]] γένους»<br /><b>(μυκητ.)</b> όρος που αναφέρεται στις αγενείς μορφές τών μυκήτων τών οποίων έχουν ανακαλυφθεί οι εγγενείς μορφές<br />ε) «[[σχήμα]] ιζηματογενών τεμαχιδίων»<br /><b>(πετρογρ.)</b> η εξωτερική [[μορφή]] τών [[κόκκων]] μιας ιζηματογενούς απόθεσης, εκφρασμένη με μια αριθμητική [[ποσότητα]] που χρησιμοποιεί τη [[σφαίρα]] ως κανόνα αναφοράς<br />στ) «κρυσταλλικό [[σχήμα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> το [[σύνολο]] τών κρυσταλλικών εδρών που έχουν παρόμοια [[συμμετρία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> α) η ιδιαίτερη [[περιβολή]] τών κληρικών και μοναχών («περιεβλήθη το μοναχικό [[σχήμα]]»)<br />β) η [[ιδιότητα]] του ιερωμένου ή [[μοναχού]] η οποία δηλώνεται από την ιδιαίτερη [[περιβολή]] τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ αὐτὸ [[σχῆμα]]» — το ίδιο [[πράγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η εξωτερική [[εμφάνιση]], το [[παρουσιαστικό]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[σώμα]] («διερεισαμένη τὸ [[σχῆμα]] τῇ βακτηρίᾳ», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> η [[μορφή]] του προσώπου ενός ατόμου («[[σχῆμα]] καὶ [[πρόσωπον]] εὐγενὲς τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (γενικά) [[τύπος]], [[μορφή]] («τὰ σχήματα και χρώματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) το [[άτομο]] διακρινόμενο από τα άλλα άτομα ως [[προς]] τη [[μορφή]]<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> [[κενός]] [[τύπος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το όντως [[είναι]], [[προς]] την [[ουσία]] («οὐ σχήμασιν ἀλλ' ἀληθείᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτό που [[απλώς]] γίνεται αντιληπτό με την όραση, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτό που πραγματικά [[είναι]] [[κάτι]] («οὐδὲν [[ἄλλο]] πλὴν... [[σχῆμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κενό]] [[πράγμα]] ή [[σώμα]], [[κουφάρι]] («γέροντες [[οὐδέν]] ἐσμεν πλὴν [[ὄχλος]] καὶ [[σχῆμα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]] («σχήματι ξενίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> η [[έκφραση]] του προσώπου, το ύφος<br /><b>10.</b> [[μεγαλείο]] («τὸ τῆς ἀρχῆς [[σχῆμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αξίωμα]], [[βαθμός]] (α. «ἱερείας [[σχῆμα]]», <b>επιγρ.</b> β. «οὐ κατὰ [[σχῆμα]] φέρειν τι» — όχι ανάλογα με τη [[θέση]] που έχει, <b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> το μεγαλοπρεπές [[παράστημα]] ίππου<br /><b>13.</b> [[ποιότητα]] πράγματος<br /><b>14.</b> [[τρόπος]] σύμφωνα με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («[[σχῆμα]] μάχης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>15.</b> [[περιβολή]], [[ντύσιμο]], ο [[τρόπος]] με τον οποίο ντύνεται [[κάποιος]]<br /><b>16.</b> <b>(θέατρ.)</b> ο [[ρόλος]] ηθοποιού<br /><b>17.</b> χαρακτηριστική [[ιδιότητα]] ή ιδιαίτερο [[γνώρισμα]] («τὰ τῆς κωμωδίας σχήματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>18.</b> (στον χορό) χαρακτηριστική [[κίνηση]], [[φιγούρα]]<br /><b>19.</b> [[στάση]] ενός αθλητή και γενικότερα η [[στάση]] που παίρνει [[κανείς]], ο [[τρόπος]] με τον οποίο στέκεται («ἑστάναι λαβόνθ, ἓν [[σχῆμα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>αστρολ.</b> α) [[φάση]] της σελήνης<br />β) η [[γωνιώδης]] [[απόσταση]] δύο ουράνιων σωμάτων<br />γ) [[σημείο]] του ζωδιακού κύκλου<br /><b>21.</b> [[σχηματισμός]] πτηνών [[κατά]] την [[οιωνοσκοπία]]<br /><b>22.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>23.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σχήματα</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα («φωτὸς κακούργου σχήματ'«, <b>Ευρ.</b>)<br />β) οι χειρονομίες<br />γ) χειρονομίες και ταυτόχρονα κινήσεις του σώματος, παντομιμικές κινήσεις<br /><b>24.</b> <b>μτφ.</b> [[ψυχικό]] [[χάρισμα]], [[ήθος]]<br /><b>25.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει τι [[σχῆμα]]»<br />(με απαρμφ.) υπάρχει [[κάτι]] το οποίο μπορεί ή αξίζει να ειπωθεί σχετικά με... (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «[[σχῆμα]] τῆς λέξεως»<br /><b>γραμμ.</b> i) η [[γραμματική]] [[μορφή]] της πρότασης<br />ii) η ρυθμική [[μορφή]] της πρότασης (<b>Αριστοτ.</b>)<br />iii) ο [[γραμματικός]] [[τύπος]] λέξης (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «τὰ σχήματα της λέξεως»<br />(στη δραματική [[ποίηση]]) οι εκφραστικοί τρόποι που χρησιμοποιούνται ως [[ικεσία]], [[απειλή]] ή [[προσταγή]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />δ) «νόσοι ἀπὸ σχημάτων»<br />(στον Ιπποκρ.) ασθένειες που οφείλονται σε ιδιάζοντες σχηματισμούς<br />ε) «τὸ τῆς κατακλίσεως [[σχῆμα]]» — η [[στάση]] που παίρνει ο [[ασθενής]] όταν ξαπλώνει στο [[κρεβάτι]] (<b>Γαλ.</b>)<br />στ) «[[σχῆμα]] πέτρας» — η [[πέτρα]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> και συγκεκριμένα από το θ. <i>σχη</i>- του μέλλοντα <i>σχή</i>-<i>σω</i>, με κατάλ. -<i>μα</i>. Ο τ. [[σχέμα]] (<b>πρβλ.</b> [[σχέσις]]) που παραδίδει ο Ησύχιος [[είναι]] μτγν. Τον τελευταίο τ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>schĕma</i>)]. | |mltxt=το / [[σχῆμα]] ΝΜΑ, και [[σκῆμα]] και αιολ. τ. [[σχέμα]] Α<br /><b>1.</b> η εξωτερική όψη αντικειμένου, η [[μορφή]] με την οποία παρουσιάζεται<br /><b>2.</b> γραμμική [[παράσταση]], [[διάγραμμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχήμα]] [του] λόγου» — [[φράση]] που στερείται κυριολεκτικής σημασίας ενώ έχει μία γενικότερη ή ευρύτερη σημασιολογική [[δήλωση]] (α. «μην το παίρνεις [[σοβαρά]] αυτό που [[είπα]], ήταν [[απλώς]] [[σχήμα]] λόγου» β. «ἦν δὲ τοῡτο... [[σχῆμα]] πολιτικὸν τοῡ λόγου», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «ρητορικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ρητ.)</b> [[δήλωση]] μιας ιδέας όχι απευθείας [[αλλά]] με παραλλαγμένη λεκτική [[διατύπωση]] και με σκοπό την [[κομψότητα]] του λόγου ή για [[άλλη]] [[σκοπιμότητα]]<br />γ) «γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθ.</b> [[κάθε]] [[σύνολο]] σημείων στον τρισδιάστατο χώρο<br />δ) «γραμμικό γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθημ.</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] του οποίου όλα τα [[σημεία]] κείνται επί μιας ευθείας<br />ε) «επίπεδο γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθημ.</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] του οποίου όλα τα [[σημεία]] κείνται επί ενός επιπέδου, όπως [[είναι]] λ.χ. ένα [[τρίγωνο]] ή [[ένας]] [[κύκλος]]<br />στ) «χωρικό γεωμετρικό [[σχήμα]]»<br /><b>μαθ.</b> [[κάθε]] μη γραμμικό και μη επίπεδο γεωμετρικό [[σχήμα]], όπως [[είναι]] λ.χ. τα τετράεδρα, οι πυραμίδες και οι κύλινδροι<br />ζ) «[[σχήμα]] συλλογισμού»<br /><b>(λογ.)</b> το συλλογιστικό [[σχήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[είδος]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>(τυπογρ.)</b> α) διαστάσεις τών σελίδων<br />β) (ειδικότερα) ο [[χαρακτηρισμός]] ενός βιβλίου ανάλογα με το πόσες φορές έχει διπλωθεί το τυπογραφικό του [[φύλλο]] (α. «[[σχήμα]] εις [[φύλλο]]» — το τυπογραφικό [[φύλλο]] που δεν έχει διπλωθεί [[καθόλου]]<br />β. «[[σχήμα]] 8ο ή 16ο» — τυπογραφικό [[φύλλο]] που έχει διπλωθεί σε [[οκτώ]] ή [[δεκαέξι]] σελίδες)<br /><b>3.</b> [[παράσταση]] αντικειμένου σε [[σχέση]] με μια χαρακτηριστική [[μορφή]] (α. «ωοειδές [[σχήμα]]» β. «[[σχήμα]] καρδιάς»)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[σχέδιο]] που χρησιμεύει για την [[παράσταση]] μαθηματικών εννοιών ή οντοτήτων, όπως λ.χ. για την [[απόδειξη]] θεωρήματος ή τη [[λύση]] προβλήματος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σχήματα λόγου»<br /><b>γραμμ.</b> οι ιδιαίτεροι λεκτικοί τρόποι οι οποίοι έχουν παγιωθεί με τη συχνή [[επανάληψη]] και τους οποίους χρησιμοποιούν οι ομιλητές και γενικά οι χρήστες μιας συγκεκριμένης γλώσσας για την [[επίτευξη]] ενός ψυχολογικού, αισθητικού ή άλλου αποτελέσματος [[κατά]] την [[επικοινωνία]], όπως λ.χ. το πρωθύστερο, το ασύνδετο, ο [[πλεονασμός]], η [[βραχυλογία]], η [[μεταφορά]] κ.ά.<br />β) «[[σχήμα]] αξιωμάτων»<br /><b>(λογ.)</b> [[διατύπωση]] που περιλαμβάνει μεταγλωσσικές μεταβλητές, από την [[αντικατάσταση]] τών οποίων, με συμπλέγματα συμβόλων του ενδεικνυόμενου τύπου, προκύπτει ένα [[αξίωμα]], καλούμενο [[ένσταση]] του υπό [[εξέταση]] σχήματος<br />γ) «[[σχήμα]] του εμβρύου»<br /><b>ιατρ.</b> η [[σχέση]] του επιμήκους άξονα του σώματος του εμβρύου [[προς]] τον επιμήκη άξονα της μήτρας<br />δ) «[[σχήμα]] γένους»<br /><b>(μυκητ.)</b> όρος που αναφέρεται στις αγενείς μορφές τών μυκήτων τών οποίων έχουν ανακαλυφθεί οι εγγενείς μορφές<br />ε) «[[σχήμα]] ιζηματογενών τεμαχιδίων»<br /><b>(πετρογρ.)</b> η εξωτερική [[μορφή]] τών [[κόκκων]] μιας ιζηματογενούς απόθεσης, εκφρασμένη με μια αριθμητική [[ποσότητα]] που χρησιμοποιεί τη [[σφαίρα]] ως κανόνα αναφοράς<br />στ) «κρυσταλλικό [[σχήμα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> το [[σύνολο]] τών κρυσταλλικών εδρών που έχουν παρόμοια [[συμμετρία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> α) η ιδιαίτερη [[περιβολή]] τών κληρικών και μοναχών («περιεβλήθη το μοναχικό [[σχήμα]]»)<br />β) η [[ιδιότητα]] του ιερωμένου ή [[μοναχού]] η οποία δηλώνεται από την ιδιαίτερη [[περιβολή]] τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ αὐτὸ [[σχῆμα]]» — το ίδιο [[πράγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η εξωτερική [[εμφάνιση]], το [[παρουσιαστικό]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[σώμα]] («διερεισαμένη τὸ [[σχῆμα]] τῇ βακτηρίᾳ», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> η [[μορφή]] του προσώπου ενός ατόμου («[[σχῆμα]] καὶ [[πρόσωπον]] εὐγενὲς τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (γενικά) [[τύπος]], [[μορφή]] («τὰ σχήματα και χρώματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) το [[άτομο]] διακρινόμενο από τα άλλα άτομα ως [[προς]] τη [[μορφή]]<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> [[κενός]] [[τύπος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το όντως [[είναι]], [[προς]] την [[ουσία]] («οὐ σχήμασιν ἀλλ' ἀληθείᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτό που [[απλώς]] γίνεται αντιληπτό με την όραση, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτό που πραγματικά [[είναι]] [[κάτι]] («οὐδὲν [[ἄλλο]] πλὴν... [[σχῆμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κενό]] [[πράγμα]] ή [[σώμα]], [[κουφάρι]] («γέροντες [[οὐδέν]] ἐσμεν πλὴν [[ὄχλος]] καὶ [[σχῆμα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]] («σχήματι ξενίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> η [[έκφραση]] του προσώπου, το ύφος<br /><b>10.</b> [[μεγαλείο]] («τὸ τῆς ἀρχῆς [[σχῆμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αξίωμα]], [[βαθμός]] (α. «ἱερείας [[σχῆμα]]», <b>επιγρ.</b> β. «οὐ κατὰ [[σχῆμα]] φέρειν τι» — όχι ανάλογα με τη [[θέση]] που έχει, <b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> το μεγαλοπρεπές [[παράστημα]] ίππου<br /><b>13.</b> [[ποιότητα]] πράγματος<br /><b>14.</b> [[τρόπος]] σύμφωνα με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («[[σχῆμα]] μάχης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>15.</b> [[περιβολή]], [[ντύσιμο]], ο [[τρόπος]] με τον οποίο ντύνεται [[κάποιος]]<br /><b>16.</b> <b>(θέατρ.)</b> ο [[ρόλος]] ηθοποιού<br /><b>17.</b> χαρακτηριστική [[ιδιότητα]] ή ιδιαίτερο [[γνώρισμα]] («τὰ τῆς κωμωδίας σχήματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>18.</b> (στον χορό) χαρακτηριστική [[κίνηση]], [[φιγούρα]]<br /><b>19.</b> [[στάση]] ενός αθλητή και γενικότερα η [[στάση]] που παίρνει [[κανείς]], ο [[τρόπος]] με τον οποίο στέκεται («ἑστάναι λαβόνθ, ἓν [[σχῆμα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>αστρολ.</b> α) [[φάση]] της σελήνης<br />β) η [[γωνιώδης]] [[απόσταση]] δύο ουράνιων σωμάτων<br />γ) [[σημείο]] του ζωδιακού κύκλου<br /><b>21.</b> [[σχηματισμός]] πτηνών [[κατά]] την [[οιωνοσκοπία]]<br /><b>22.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>23.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σχήματα</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα («φωτὸς κακούργου σχήματ'«, <b>Ευρ.</b>)<br />β) οι χειρονομίες<br />γ) χειρονομίες και ταυτόχρονα κινήσεις του σώματος, παντομιμικές κινήσεις<br /><b>24.</b> <b>μτφ.</b> [[ψυχικό]] [[χάρισμα]], [[ήθος]]<br /><b>25.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει τι [[σχῆμα]]»<br />(με απαρμφ.) υπάρχει [[κάτι]] το οποίο μπορεί ή αξίζει να ειπωθεί σχετικά με... (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «[[σχῆμα]] τῆς λέξεως»<br /><b>γραμμ.</b> i) η [[γραμματική]] [[μορφή]] της πρότασης<br />ii) η ρυθμική [[μορφή]] της πρότασης (<b>Αριστοτ.</b>)<br />iii) ο [[γραμματικός]] [[τύπος]] λέξης (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «τὰ σχήματα της λέξεως»<br />(στη δραματική [[ποίηση]]) οι εκφραστικοί τρόποι που χρησιμοποιούνται ως [[ικεσία]], [[απειλή]] ή [[προσταγή]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />δ) «νόσοι ἀπὸ σχημάτων»<br />(στον Ιπποκρ.) ασθένειες που οφείλονται σε ιδιάζοντες σχηματισμούς<br />ε) «τὸ τῆς κατακλίσεως [[σχῆμα]]» — η [[στάση]] που παίρνει ο [[ασθενής]] όταν ξαπλώνει στο [[κρεβάτι]] (<b>Γαλ.</b>)<br />στ) «[[σχῆμα]] πέτρας» — η [[πέτρα]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> και συγκεκριμένα από το θ. <i>σχη</i>- του μέλλοντα <i>σχή</i>-<i>σω</i>, με κατάλ. -<i>μα</i>. Ο τ. [[σχέμα]] (<b>πρβλ.</b> [[σχέσις]]) που παραδίδει ο Ησύχιος [[είναι]] μτγν. Τον τελευταίο τ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>schĕma</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχῆμα:''' -ατος, τό ([[σχεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> όπως το Λατ. [[habitus]], [[σχήμα]], [[μορφή]], γεωμετρικό ή στερεομετρικό [[σώμα]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· περιφρ., [[σχῆμα]] πέτρας = [[πέτρα]], σε Σοφ.· [[σχῆμα]] δόμων, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχήμα]], [[μορφή]], [[εμφάνιση]], [[επιφαινόμενο]], [[τύπος]], αντίθ. προς την [[πραγματικότητα]]· επιφανειακή [[αφορμή]], [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]], σε Θουκ.· [[ἔχει]] τι [[σχῆμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[έκφραση]], όψη, ύφος, [[παρουσιαστικό]] προσώπου, σε Ηρόδ., Σοφ.· στον πληθ., χειρονομίες, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[σχήμα]], [[μορφή]], [[τρόπος]] ενός πράγματος· [[σχῆμα]] στολῆς, [[τρόπος]] ενδυμασίας, σε Σοφ.· [[σχῆμα]] βίου, <i>μάχης</i>, σε Ευρ.· απόλ., [[ενδυμασία]], [[περιβολή]], [[ιματισμός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> [[μορφή]], [[χαρακτήρας]], χαρακτηριστική [[ιδιότητα]] ενός πράγματος, σε Θουκ.· βασιλείας [[σχῆμα]], [[μορφή]], [[γνώρισμα]] μοναρχίας, σε Αριστ.<br /><b class="num">6.</b> χορευτική [[φιγούρα]], [[τρόπος]] που χορεύει [[κάποιος]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., κινήσεις παντομίμας, ποικίλες χειρονομίες και στάσεις του σώματος, στον ίδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |