κατάμεμπτος: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάμεμπτος]], -ον (Α) [[καταμέμφομαι]]<br />αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («[[γῆρας]] κατάμεμπτον», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[κατάμεμπτος]], -ον (Α) [[καταμέμφομαι]]<br />αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («[[γῆρας]] κατάμεμπτον», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάμεμπτος:''' -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, [[απεχθής]], σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει [[αφορμή]] για [[επίκριση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}