εὐσύμβλητος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσύμβλητος]] και [[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' [[εὐξύμβλητος]] ἡ [[χρησμῳδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συμ</i>-[[βλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συμβάλλω]])].
|mltxt=[[εὐσύμβλητος]] και [[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' [[εὐξύμβλητος]] ἡ [[χρησμῳδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συμ</i>-[[βλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συμβάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}