φιλήδονος: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλήδονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά τις ηδονές, [[ιδίως]] τις σαρκικές, [[έκδοτος]] στις ηδονές, [[ηδυπαθής]] («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ηδονή]], [[ευφραντικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλήδονον</i><br />η [[φιληδονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιληδόνως]] Α<br />με [[φιληδονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήδονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡδονή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>ήδονος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλήδονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά τις ηδονές, [[ιδίως]] τις σαρκικές, [[έκδοτος]] στις ηδονές, [[ηδυπαθής]] («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ηδονή]], [[ευφραντικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλήδονον</i><br />η [[φιληδονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιληδόνως]] Α<br />με [[φιληδονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήδονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡδονή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>ήδονος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλήδονος:''' -ον ([[ἡδονή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά την [[ηδονή]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διακατέχεται από [[επιθυμία]] να φέρνει [[ευχαρίστηση]], σε Ανθ.
}}
}}